- τυροπωλείο(ν)
- το магазин, торгующий сыром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυροπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης τυριού, τυράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. τυροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τυροπωλείο — το κατάστημα, όπου πουλούν τυριά, το τυράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυράδικο — το, Ν τυροπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυράς + κατάλ. άδικο (πρβλ. σκυλ άδικο)] … Dictionary of Greek
τυράδικο — το τυροπωλείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)